Λίγες ημέρες μετά τις φοβερές σφαγές που εξελίχθηκαν στην περιοχή, την Τρίτη 25 Αυγούστου 1898. Ο δρόμος των Μαρτύρων της 25ης Αυγούστου, όπως ονομάστηκε αργότερα στη μνήμη των εκατοντάδων θυμάτων, είναι γεμάτος ερείπια. Η φωτογραφία υπάρχει στα γερμανικά αρχεία της εποχής, με την ένδειξη ότι το στιγμιότυπο απαθανατίστηκε λίγο μετά την καταστροφή του 1898. Δεν αναφέρει πάντως συγκεκριμένη ημερομηνία ούτε όνομα φωτογράφου.
Είναι φορές που ο χρόνος σταματάει. Και αυτομάτως μετατρέπεται σε Ιστορία. Ιστορία που μένει όχι απλά για να θυμίζει το παρελθόν, αλλά για να διδάσκει στο μέλλον. Κάπως έτσι συνέβη μια ζεστή αυγουστιάτικη μέρα στο Μεγάλο Κάστρο… Τότε που ο χρόνος πάγωσε πάνω από την πολιτεία και οι στιγμές εξελίχθηκαν σε Ιστορία. Η σφαγή σχεδόν του μισού χριστιανικού πληθυσμού από τις ορδές των βασιβουζούκων εκείνο το απομεσήμερο της 25ης Αυγούστου 1898, που οδήγησε τελικά στην οριστική απόφαση των μεγάλων δυνάμεων για την εκδίωξη του οθωμανικού στρατού, είναι το πιο δραματικό επεισόδιο της τελικής φάσης του Κρητικού Ζητήματος. . Από όλες τις απόψεις.
-Είχε απίστευτα μεγάλο αριθμό θυμάτων, που ακόμη και σήμερα, 121 χρόνια μετά, δεν έχει προσδιοριστεί παρά μόνο τον εικάζουμε. Και σίγουρα φτάνει τους 450 νεκρούς, από τους 1000-1.200 χριστιανούς που ζούσαν τότε στην πόλη.
-Προέκυψε στη φάση που υποτίθεται ότι τον έλεγχο του νησιού είχαν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις. Και ιδιαίτερα οι αγγλικές, οι οποίες ήλεγχαν και διοικούσαν το τμήμα του Ηρακλείου.
-Δεν ήταν όμως αιφνιδιαστικό το χτύπημα, καθώς οι χριστιανοί αντιλαμβάνονταν ότι οι Τουρκοκρήτες κάτι σχεδίαζαν. Και προειδοποιούσαν τους Άγγλους, χωρίς να εισακουστούν.
-Οδήγησε στην απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους, καθώς «αντιμετώπισε» την αναβλητικότητα των ΜΕΔ, που έψαχναν κάθε αφορμή για την αναβολή στην εφαρμογή της αυτονομίας, που οι ίδιοι οι εκπρόσωποί τους την είχαν εισηγηθεί.
Τη διάσταση του δράματος των γεγονότων την προσδιορίζουν δύο αναφορές του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η πρώτη περιλαμβάνεται σε μια από τις επιστολές του τότε νεαρού μέλους του Εκτελεστικού και μετέπειτα πρωθυπουργού της Ελλάδας προς το φίλο του Νικόλαο Πιστολάκη, στη Σύρο. «Το Ηράκλειον», έγραφε ο Βενιζέλος μια εβδομάδα μετά τις σφαγές, στις 2 Σεπτεμβρίου, ως χριστιανική πόλις έσβυσε» και χάθηκε το άνθος της ηρακλειώτικης κοινωνίας. Και εξέφραζε την ελπίδα οι Τούρκοι να μην αποδεχτούν το πρώτο τελεσίγραφο των ναυάρχων περί της παράδοσης των πρωταιτίων και του αφοπλισμού του μουσουλμανικού πληθυσμού, ώστε να επακολουθήσει γενικός κανονιοβολισμός της πόλης, που θα δρομολογούσε την εκδίωξη των Τούρκων από την Κρήτη.
Η δεύτερη αναφορά του Βενιζέλου έγινε 2,5 χρόνια αργότερα, στις 17 Μαρτίου του 1901, στην περίφημη συνέντευξη στην «Ακρόπολι» του Βλάσση Γαβριηλίδη, η οποία προκάλεσε την απόλυσή του από τη θέση του συμβούλου του Ύπατου Αρμοστή. «Μήπως δεν είνε πιθανόν ότι, αν δεν συνέβαινον αι σφαγαί του Ηρακλείου, τουρκικά στρατεύματα θα κατείχον εισέτι την νήσον, θα επειραματιζόμεθα δε ακόμη με νόθα εμβαλώματα ως το του Εκτελεστικού», έλεγε δίνοντας την ιστορική σημασία της θυσίας.
Η πόλη που ξεχνά…
Παρά πάντως τη σημασία των γεγονότων, οι επίγονοι και η πόλη δεν έχουν δώσει τη σημασία που θα έπρεπε στην ημέρα που καθόρισε την ιστορική πορεία της Κρήτης. Στις παραλείψεις της σύγχρονης πόλης έναντι της θυσίας των προγόνων θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε πολλά.
Ο δήμος Ηρακλείου, για παράδειγμα, δεν έχει διαμορφώσει ένα αρχείο που να αναφέρεται στις σφαγές, ούτε καν έχει φροντίσει να διαμορφώσει ένα μνημείο που να θυμίζει στους σύγχρονους την υπέρτατη θυσία. Κι όμως, τόσο στο Επαναστατικόν Αρχείον της Επιτροπής Αμύνης Αρχανών, όσο και σε επιμέρους αρχεία του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης, της Βικελαίας ή του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης, το οποίο εδρεύει στα Χανιά, υπάρχουν δεκάδες έγγραφα των ημερών εκείνων. Σχεδόν το σύνολό τους διασώζεται.
Ακόμη και στα οστά των θυμάτων δεν έχει φροντίσει την απόδοση του στοιχειώδους σεβασμού μας. Βρίσκονται απλώς πεταμένα, χωρίς ένα διακριτικό ή μια ταμπέλλα, στα υπόγεια της σιναΐτικης μονής του Αγίου Ματθαίου, της Μικρής Εκκλησίας, όπως έχει μείνει στην ιστορία, όπου θάφτηκαν όσα σώματα χριστιανών δεν ρίχτηκαν στη θάλασσα από το φανατισμένο όχλο των Τουρκοκρητών.
Να προσθέσουμε ότι στην ουσία δεν έχει εκδοθεί καν ένα βιβλίο για τα γεγονότα… Μόνο αναφορές σε άλλες, ευρύτερης θεματολογίας, εκδόσεις υπάρχουν….
Η προειδοποίηση που αγνοήθηκε…
Τρίτη 25 Αυγούστου 1898, λίγο μετά τις 2 το μεσημέρι. Η φαινομενική ησυχία της ημέρας, η ραστώνη στα σοκάκια, η μυρωδιά στην ατμόσφαιρα, προμήνυε κάτι το φοβερό. Το ήξεραν και οι δύο πλευρές της μικρής, ακόμα τότε, τουρκοκρατούμενης επαρχιακής πόλης. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Κρήτες και Τουρκοκρήτες. Οι πρώτοι έβλεπαν την προετοιμασία. Οι δεύτεροι συμμετείχαν. Οι πρώτοι εγκατέλειπαν σταδιακά την πολιτεία για να σώσουν τις ζωές τους (μόλις 1.000- 1.200 είχαν απομείνει στην πόλη) από το τρομερό επερχόμενο. Οι δεύτεροι ακόνιζαν τα μαχαίρια, με την προτροπή της τουρκικής διοίκησης και του στρατού. Αλλά και την ουσιαστική ανοχή, αν όχι παρότρυνση και καθοδήγηση, του Άγγλου διοικητή. Άλλωστε από τον Γενάρη ο πρόεδρος της Επαναστατικής Συνέλευσης Ιωάννης Κ. Σφακιανάκης, ο πρώτος πρωθυπουργός της Κρήτης, είχε προειδοποιήσει ότι στο Ηράκλειο οι Τούρκοι ετοίμαζαν σφαγές, με την ανοχή ή και την κατεύθυνση της τοπικής αγγλικής στρατιωτικής διοίκησης. Οι ναύαρχοι των μεγάλων δυνάμεων, στους οποίους απηύθυνε σχετική επιστολή, αντί να πάρουν μέτρα, απάντησαν με υπεροψία στην προειδοποίηση του μετριοπαθούς Λασιθιώτη πολιτικού κι επαναστάτη.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι μεγάλες δυνάμεις με τη στάση τους ενίσχυαν την τουρκική πλευρά. Σχεδόν όλο τον 19ο αιώνα, τον αιώνα των μεγάλων και αιματηρών κρητικών επαναστάσεων, με καλυμμένο ή απροκάλυπτο τρόπο, διπλωματικό ή μη, στήριζαν τα «οθωμανικά δίκαια». Ειδικά η Αγγλία και η επίσημη πολιτική της. Από τα 1828 και στο συνέδριο του Λονδίνου, που έδωσε στη μικρή Ελλάδα τη δυνατότητα να συγκροτήσει ένα ελεγχόμενο, από τους μεγάλους της Ευρώπης βασίλειο, αποκλείοντας όμως απ’ αυτό την Κρήτη, μέχρι το 1898, στις σφαγές του Ηρακλείου. Οι μεγάλοι ήταν πάντα με τον σφαγέα δυνάστη. Και στα 1866, στη μεγάλη επανάσταση. Αν δεν ήταν οι «αφέντες της Ευρώπης», οι Κρητικοί θα ήταν μέρος της Ελλάδας, ελεύθεροι από το σπαθί του Τούρκου.
Η ευθύνη των μεγάλων δυνάμεων
Ήταν η περίοδος που οι μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία (ένα χρόνο νωρίτερα είχαν αρνηθεί το ρόλο τους ως «προστάτιδες» η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία) ήταν απ’ τα πράγματα πλέον αναγκασμένες να διαμορφώσουν την οριστική λύση στο Κρητικό Ζήτημα. Η εκκρεμότητα δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο. Οι Κρήτες είχαν αποδείξει ότι μπορούσαν να ζήσουν ελεύθερα και να ενωθούν με την Ελλάδα. Το είχαν αποδείξει με ποταμούς αίματος. Τους κρατούσε υπό σκληρή τουρκική κατοχή όχι ο στρατός των Τούρκων, αλλά η αρνητική στάση των «προστάτιδων» δυνάμεων. Τώρα πλέον, μετά και τις επαναστάσεις και εξεγέρσεις από το 1895 και τα επεισόδια σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού τους προηγούμενους μήνες (πυρπόληση της πόλης των Χανίων από τους Τούρκους και σφαγές στο Ηράκλειο και σε άλλες πόλεις), ήταν φανερό ότι η Κρήτη δεν θα έμενε άλλο υπό κατοχή. Ή οι επαναστάτες θα έπεφταν μέχρις ενός, ή το νησί θα ελευθερωνόταν. Και πάλι οι μεγάλες δυνάμεις επέλεξαν να ελέγξουν τα πράγματα, με αντικειμενικό όφελος των Τούρκων. Αντί της ελευθερίας και της ένωσης, οι ΜΕΔ ανακοίνωσαν ελεγχόμενη ελευθερία, παρουσία του τουρκικού στρατού (!) με την πρόφαση της ασφάλειας του μουσουλμανικού πληθυσμού του νησιού, και αντί ένωσης, αυτόνομο πολίτευμα, χωρίς όμως ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, αφού τον κύριο λόγο θα είχαν οι μεγάλες δυνάμεις, αλλά και ο παρών τουρκικός στρατός… Και πάντα υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου! Όμως ακόμη κι αυτό το ελάχιστο βήμα το καθυστέρησαν όσο μπορούσαν.
Μέσα σ’ όλο αυτό το κλίμα, είχε αποφασιστεί στα τέλη Αυγούστου του 1898, στο πλαίσιο της μεταβίβασης των διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών, να περάσουν τα φορολογικά γραφεία στην ευθύνη των διεθνών δυνάμεων.
Η κίνηση ήταν συμβολική, αλλά και ουσιαστική. Με τον τρόπο αυτό ένα κέντρο εξουσίας αλλά και εσόδων για την οθωμανική διοίκηση, θα περιερχόταν στον έλεγχο των ΜΕΔ και της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κρήτης, στο πλαίσιο της εφαρμογής του προσωρινού πολιτεύματος της αυτονομίας. Και παράλληλα θα εξασφαλίζονταν έσοδα για τη λειτουργία του προσωρινού πολιτεύματος. Στην ουσία οι ΜΕΔ είχαν υποσχεθεί την εγκαθίδρυση προσωρινού πολιτεύματος αυτονομίας – το οποίο αναγκαστικά δέχτηκαν οι Κρήτες καθώς ήταν ξεκάθαρο ότι σ’ εκείνη τη φάση δεν υπήρχε προοπτική ένωσης με την Ελλάδα- από τα τέλη του καλοκαιριού του 1897. Η συνέλευση των Κρητών, που έγινε στο Μελιδόνι, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου υποχρεώθηκε να αποδεχτεί τις προτάσεις, ζητώντας όμως ο διοικητής του νησιού να είναι Ευρωπαίος παράγοντας, κι όχι Οθωμανός, όπως αξίωνε ο σουλτάνος, στον οποίο οι δυνάμεις είχαν παραχωρήσει βασικό λόγο στις συζητήσεις! Τελικά η εμπλοκή του Οθωμανού αυτοκράτορα έφερε αποτέλεσμα για την Τουρκία καθώς ακόμη και το αυτόνομο πολίτευμα θα ήταν υπό την «υψηλή επικυριαρχία» του, όπως αποδέχτηκαν οι μεγάλες δυνάμεις! Η εφαρμογή πάντως του νέου πολιτεύματος συνεχώς αναβαλλόταν, γεγονός που έκανε τα ακραία στοιχεία τόσο του μουσουλμανικού πληθυσμού, όσο και του χριστιανικού, να προχωρούν σε συνεχείς σφαγές και επεισόδια. Αλλά οι αναβολές αυτές ενίσχυαν κυρίως την πίστη ότι τελικά κανένα αυτόνομο πολίτευμα δεν θα εφαρμοζόταν.
Η αιματοβαμμένη Τρίτη
Τη Δευτέρα 24 Αυγούστου, είχε γίνει στα Χανιά και το Ρέθυμνο η παράδοση των φορολογικών γραφείων, χωρίς να υπάρξει κανένα επεισόδιο. Στο Ηράκλειο όμως η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Οι Άγγλοι, που είχαν την ευθύνη του τμήματος Ηρακλείου, είχαν επιχειρήσει να εγκαταστήσουν τη νέα φορολογική αρχή, χωρίς επιτυχία, αφού οι βασιβουζούκοι (άτακτες ομάδες, όχλος, ακραίων στοιχείων Τουρκοκρητών) της πόλης είχαν αντιδράσει. Κι όταν το επιχείρησαν εκ νέου την επομένη ημέρα, Τρίτη 25 Αυγούστου, αποδείχτηκε ότι δεν είχαν λάβει τα μηνύματα, αντιμετωπίζοντας και πάλι με χαλαρότητα ή ακόμη και υπεροψία τις προειδοποιήσεις για αντίδραση του μουσουλμανικού όχλου.
Από το πρωί εκείνης της ημέρας, βασιβουζούκοι συγκεντρώνονταν στο λιμάνι και στις γύρω περιοχές. Ο σκοπός ήταν προφανής: να εμποδίσουν την εγκατάσταση της νέας φορολογικής αρχής, υπό τον Στυλιανό Αλεξίου, επιφανή παράγοντα της πόλης, εκδότη, πατέρα της Γαλάτειας, της Έλλης και του Λευτέρη Αλεξίου (παππού του σοφού της Κρήτης κ. Στυλιανού Αλεξίου). Όταν γύρω στις 2.30 το μεσημέρι η ολιγάριθμη, σε σχέση με τον ορατό κίνδυνο των αντιδράσεων εκατοντάδων ένοπλων βασιβουζούκων, αγγλική φρουρά επιχείρησε να εγκαταστήσει τον Στυλιανό Αλεξίου ως ελεγκτή του γραφείου και των υπαλλήλων, ο Τούρκος φύλακας αρνήθηκε να παραδώσει τα κλειδιά για να εγκατασταθεί η νέα αρχή. Την ίδια ώρα η φρουρά δέχτηκε πυροβολισμούς, που φυσικά ανταπέδωσε, και άρχισε η σφαγή. Οι Άγγλοι στρατιώτες δεν ήταν περισσότεροι από 60, έχοντας να αντιμετωπίσουν εκατοντάδες ένοπλους βασιβουζούκους. Ακολούθησαν στιγμές κόλασης. Το εξαγριωμένο πλήθος των Οθωμανών κυνήγησε ανελέητα κάθε χριστιανό. Σκότωσε 18 Άγγλους (Σκωτσέζους) της φρουράς, εισέβαλε στο αγγλικό προξενείο, στο σπίτι δηλαδή του προξένου Λυσίμαχου Καλοκαιρινού, τον οποίο επίσης δολοφόνησε, ενώ στις σφαγές στους δρόμους και τα σπίτια βρήκαν το θάνατο εκατοντάδες κάτοικοι. Τον αριθμό τους και τον οριστικό κατάλογο ουδέποτε μάθαμε μέχρι τώρα. Οι αρχικές αναφορές των εφημερίδων τις επόμενες ημέρες ήταν για 1.000 θύματα. Ο κοινά παραδεκτός όμως αριθμός θα πρέπει να προσεγγίζει τα 450, αριθμός ασφαλώς τρομακτικός, ούτως ή άλλως.
Τα δραματικά γεγονότα εκείνης της ημέρας επέβαλαν χωρίς άλλη αναβολή την εκδίωξη των Τούρκων από το νησί. Καθοριστικό στοιχείο για την απόφαση των ΜΕΔ και κυρίως των Άγγλων, υπεύθυνων για το Ηράκλειο, ήταν, εκτός φυσικά των τόσων θυμάτων από τους κατοίκους της πόλης, η σφαγή 18 Άγγλων πολιτών, του προξένου Λ. Καλοκαιρινού και των 18 της φρουράς. Η τουρκική διοίκηση δέχτηκε τελεσίγραφο των ΜΕΔ και αναγκάστηκε να συνεργαστεί και να υποδείξει ή να παραδώσει τους αρχισφαγείς, οι οποίοι πέρασαν από δικαστήριο και απαγχονίστηκαν. Ο τουρκικός στρατός άρχισε να αποχωρεί από το νησί στις 23 Οκτωβρίου 1898 (4 Νοεμβρίου με το ευρωπαϊκό ημερολόγιο). Η αποχώρηση ολοκληρώθηκε στις 4 Νοεμβρίου. Στις 9 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου εγκαθιδρύθηκε το πολίτευμα της αυτονομίας, όταν έφτασε στα Χανιά ως ύπατος αρμοστής ο δευτερότοκος γιος του μονάρχη των Ελλήνων, πρίγκιπας Γεώργιος. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1913, κι αφού προηγήθηκαν και άλλοι αγώνες των Κρητών, η Κρήτη θα ενωνόταν με την Ελλάδα.
Δείτε επίσης: «Το Ηράκλειον ως χριστιανική πόλις έσβυσε και χάθηκε το άνθος της ηρακλειώτικης κοινωνίας»
Τ’ Αυγούστου πέντε κ’ είκοσι ήτονε μέρα Τρίτη, σφαγή μεγάλη ’κάμανε στο Κάστρο εις την Κρήτη